- εξαπόλυτος
- ἐξαπόλυτος και ἀξαπόλυτος, -η, -ο (Μ) [εξαπολύω]1. (για ενέχυρο) εγκαταλελειμμένος, παρατημένος2. ασύντακτος, διαλυμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαπόλυτα — ἐξαπόλυτα και ἀξαπόλυτα (Μ) [εξαπόλυτος] επίρρ. αυθαίρετα … Dictionary of Greek